ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΜΕ FUND (Dovalue,Intrum,Cepal,Qquant)

Στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον που ζούμε (ακρίβεια, αύξηση του κόστους δανεισμού), έχει μετατραπεί σχεδόν σε κοινωνικό ζήτημα, η δυσκολία των δανειοληπτών, να εξυπηρετήσουν τον τραπεζικό τους δανεισμό.

Επιπλέον, με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των κόκκινων δανείων έχει μεταβιβασθεί σε funds, ο οφειλέτης πλέον καλείται να διαπραγματευτεί με έναν νέο συνομιλητή την ρύθμιση της οφειλής του, αντί της Τράπεζας.

Το μόνο σίγουρο είναι, ότι η Τράπεζα και το Fund (εκπροσωπείται από τον Διαχειριστή δανείων – Servicer) λειτουργούν σε διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, με διαφορετικούς στόχους και περιορισμούς.

Από την έως τώρα εμπειρία μας από την διαπραγμάτευση υποθέσεων πελατών μας με τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (π.χ. DOVALUE, INTRUM, CEPAL, QQUANT κ.α.), έχουμε διαπιστώσει τα ακόλουθα:

Τα Funds “κουρεύουν”;

Ίσως είναι η πρώτη ερώτηση που έρχεται στο νου των περισσοτέρων δανειοληπτών.

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα απλό “ναι” ή “όχι”, ωστόσο υπάρχουν λόγοι που διευκολύνουν περισσότερο ένα Fund (σε σχέση με την τράπεζα) να προχωρήσει σε διαγραφή δανείου.

Για την Τράπεζα, η μερική διαγραφή ενός δανείου είναι πάντα ποιο δύσκολη υπόθεση, κυρίως λόγω των περιορισμών στο θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί (πιστωτικός κίνδυνος, κεφαλαιακές απαιτήσεις) καθώς και από το γεγονός ότι διαχειρίζεται τα χρήματα των καταθετών τα οποία και έχει δανείσει.

Από την άλλη πλευρά, το Fund έχει “αγοράσει” δάνεια με χαμηλό κόστος (έως το 10% της ονομαστικής τους αξίας) χωρίς να έχει τους περιορισμούς της Τράπεζας (αυστηρό θεσμικό πλαίσιο).

Σίγουρα, το Fund δεν έχει καμία διάθεση να “χαρίσει” οφειλές και ο στόχος του είναι να μεγιστοποιήσει την απόδοση της επένδυσης του. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που ο οφειλέτης μπορεί να επωφεληθεί σημντικά πετυχαίνοντας διαγραφή εξωλογιστικών και συμβατικών τόκων ακόμη και κεφαλαίου.

Αναλυτική παρουσίαση για το θέμα, μπορείτε να βρείτε στο άρθρο “Πως μπορώ να πετύχω «κούρεμα» για το δάνειο μου;”

Τα funds επιθυμούν να εισπράξουν τα δάνεια που έχουν αγοράσει το συντομότερο δυνατό, για αυτό άλλωστε οι ρυθμίσεις που προσφέρουν δεν ξεπερνούν την 10ετία.

Τα Funds (Διαχειριστές Δανείων) αγοράζοντας απαιτήσεις υψηλού ρίσκου (δάνεια σε καθυστέρηση), προσπαθούν να συντομεύσουν τον χρόνο που θα πάρουν τα χρήματα της επένδυσης τους πίσω (payback period) με ένα κέρδος που έχουν προϋπολογίσει. Για τον λόγο αυτό, τα Funds μπορούν να επιδείξουν ευελιξία αλλά και επιθετικότητα για την είσπραξη των απαιτήσεων τους.

Ευελιξία, γιατί εάν ο οφειλέτης είναι διατεθειμένος να καταθέσει μία σημαντική προκαταβολή έναντι του δανείου του και ρυθμίσει το υπόλοιπο σε μικρή διάρκεια, μπορεί να επιτύχει αξιόλογη διαγραφή τόκων αλλά και κεφαλαίου.

Από την άλλη μεριά, ο οφειλέτης που δεν ανταποκρίνεται σε ρύθμιση των οφειλών του, θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερη επιθετικότητα όσον αφορά τις νομικές ενέργειες (π.χ. διαταγή πληρωμής, κατάσχεση, πλειστηριασμός) σε σχέση με την Τράπεζα που λόγω του όγκου των υποθέσεων που είχε να διαχειριστεί, πολλές φορές αδρανούσε.

Η νομοθεσία σχετικά με την μεταβίβαση των δανείων από τις Τράπεζες στα Fund, δεν προϋποθέτει την σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη.

Αν και υπάρχουν πολλοί οφειλέτες που διαμαρτύρονται για την πώληση των δανείων τους σε funds χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους, η ουσία είναι ότι δεν χάνουν το παραμικρό από τα δικαιώματα τους. Η σύμβαση δανείου μεταβιβάζεται ως έχει και ο οφειλέτης έχει τις  ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα όπως πριν.

Ο τρόπος επικοινωνίας και οι «τεχνικές ρύθμισης» δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα.

Ο τρόπος επικοινωνίας με το Fund αλλά και οι πρακτικές διαχείρισης των καθυστερημένων δανείων δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα σε σχέση με την Τράπεζα, καθώς οι οφειλέτες θα κληθούν να μιλήσουν «σχεδόν» με τους ίδιους ανθρώπους που μιλούσαν όταν το δάνειο τους ήταν στη Τράπεζα. Άλλωστε, η πλειοψηφία των στελεχών και υπαλλήλων που επάνδρωσαν τις εταιρείες Διαχείρισης δανείων, προέρχονται από τα αντίστοιχα τμήματα καθυστέρησης των Τραπεζών. Σαφώς βέβαια, τα funds μπορούν να προσφέρουν ποιο ευέλικτες λύσεις σε σχέση με την Τράπεζα (π.χ. οικειοθελής παραχώρηση ακινήτου, μεγαλύτερο «κούρεμα» οφειλών»).

Η διάθεση για συμβιβασμό του Fund μπορεί να επηρεαστεί και από την ετοιμότητα του οφειλέτη, να αντιδρά στις νομικές ενέργειες εναντίον του.

Το fund, δεδομένου της πολιτικής του να αποεπενδύσει το συντομότερο δυνατό, θα προτιμήσει την συμβιβαστική λύση από ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου οι νομικές ενέργειες έχουν αρχίσει από την τράπεζα και το fund τις συνεχίζει, ο οφειλέτης είναι σημαντικό να αντιδράσει με όλα τα ένδικα μέσα που του αναλογούν (π.χ. ανακοπή, έφεση κ.α.) ώστε το fund να «πιεστεί» να του προτείνει λύση ρύθμισης με καλύτερους όρους, ώστε να αποφύγει μια πολυετή δικαστική διαμάχη, που σημαίνει έξοδα και αβεβαιότητα στη είσπραξη.

Ο κώδικας δεοντολογίας των τραπεζών, αποτελεί θεσμοθετημένο εργαλείο ρύθμισης οφειλών, που «βάζει φρένο» στη επιθετικότητα του Fund.

Ο κώδικας δεοντολογίας των τραπεζών, είναι μία θεσμοθετημένη διαδικασία για την ρύθμιση δανείων σε καθυστέρηση, που υποχρεούνται να ακολουθήσουν τόσο οι οφειλέτες (για να μην χαρακτηριστούν «μη συνεργάσιμοι») όσο και οι Διαχειριστές δανείων και τα τραπεζικά ιδρύματα.

Ωστόσο, πολλές φορές οι Διαχειριστές δανείων παραβλέπουν την συγκεκριμένη διαδικασία, προτιμώντας να ακολουθούν συγκεκριμένους μεθόδους πίεσης για άμεσες εισπράξεις, όπως επιστολές για άμεση εξόφληση ή συναινετική πώληση προσημειωμένων ακινήτων κ.α.

Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα προσκομίζοντας τα έγγραφα που απαιτούνται, να ζητήσει την τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας ακόμη και εάν το δάνειο του έχει καταγγελθεί (μετά από το έτος 2015), κερδίζοντας χρόνο και καλώντας τον πιστωτή του, να βρουν λύση μέσω της θεσπισμένης διαδικασίας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού (ν.4738/2020), ο οφειλέτης μπορεί να προσκαλέσει τις Τράπεζες και τα funds, να του υποβάλλουν πρόταση ρύθμισης για τις οφειλές του.

Το πλεονέκτημα της διαδικασίας αυτής, είναι ότι εάν συμφωνήσει η πλειοψηφία των τραπεζών-funds, τότε ο οφειλέτης μπορεί να πετύχει την ρύθμιση όλων των οφειλών του. Ωστόσο, η διαδικασία δεν είναι υποχρεωτική για τις τράπεζες και τα Funds (δηλ. τις εταιρείες διαχείρισης δανείων) με αποτέλεσμα να μην υποβάλλουν πρόταση ρύθμισης οφειλών πάντα, ιδίως όταν δεν συμφέρει να συμφωνήσουν σε μία μακροπρόθεσμη ρύθμιση (έως 420 δόσεις). Ειδικότερα, στη περίπτωση που υπάρχουν ακίνητα με εμπορική αξία προς εξασφάλιση του δανείου, το Fund θα προτιμήσει τον πλειστηριασμό τους, για να πετύχει την συντομότερη είσπραξη της απαίτησης του.

Βέβαια, η μη συμμετοχή του Fund (ή της τράπεζας) στη διαδικασία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού, μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για τον οφειλέτη αργότερα στο δικαστήριο, για να επικαλεστεί καταχρηστική συμπεριφορά από την πλευρά του Fund.

Σύμβουλος Εξωδικαστικού Μηχανισμού – Επικοινωνία

Αντί επιλόγου

Αν και η πώληση ενός δανείου σε Fund έχει δαιμονοποιηθεί, μπορεί να κρύβει και ευκαιρίες για τον ίδιο τον οφειλέτη.

Άλλωστε το Fund δεν ήρθε για να μείνει για πάντα, καθώς έχει κάνει μία επένδυση που υπολογίζει να την πάρει πίσω μετά από λίγα χρόνια και ιδανικά με κέρδος.

Για τον λόγο αυτό, ο οφειλέτης μπορεί να πετύχει μία ευνοικότερη ρύθμιση σε σχέση με την τράπεζα, ιδίως εάν μπορεί να προσκομίσει μία αξιόλογη προκαταβολή ώστε να πετύχει ακόμη και «κούρεμα» των οφειλών του.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η διαπραγμάτευση με ένα Fund είναι μια μάχη, όπου η κάθε πλευρά προσπαθεί να βρει τα αδύνατα σημεία της άλλης πλευράς και να πιέσει ώστε να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Στη «μάχη» αυτή, χρειάζεστε έναν αξιόπιστο σύμβουλο, με γνώση και εμπειρία που θα επιδείξει ενδιαφέρον για την περίπτωση σας, ώστε να επιτύχετε μια ευνοϊκή και προπαντόν βιώσιμη λύση, για τον δανεισμό σας.

Επικοινωνήστε τώρα μαζί μας για την περίπτωση σας

Επισκεφθείτε την Αρθρογραφία, για περισσότερα θέματα σχετικά με την ρύθμιση οφειλών.

 

Επικοινωνία